- καθησ-
- см. καθις\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθῆσ' — καθῆσο , κάθημαι to be seated plup ind mid 2nd sg καθῆσι , καθίημι let fall aor subj act 3rd sg (epic) καθῆσι , καθίημι let fall aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθησ' — κάθησι , κάθημαι to be seated pres subj mid 2nd sg (epic) κάθησο , κάθημαι to be seated perf imperat mid 2nd sg κάθησαι , κάθημαι to be seated perf ind mid 2nd sg κάθησι , καθίημι let fall aor subj mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθισ(ι)ό — και καθησ(ι)ό, το 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή καθίζω 2. αποχή από εργασία, ανάπαυση, αργία («βαρέθηκα το καθισιό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθ ισ τού αορ. ἐκάθ ισα τού καθ ὶζ ω + κατάλ. ιό (πρβλ. συμ πεθερ ιό, τεμπελ ιό)] … Dictionary of Greek